Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θάλπω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
θάλπω, μέλ. -ψω, I. ζεσταίνω, μαλακώνω μέσω της θερμότητας, σε Ομήρ. Οδ.· Παθ., ἐτήκετο, κασσίτερος ὣς θαλφθείς, σε Ησίοδ.· μεταφορ. μαλακώνω, απαλύνομαι, καταλαγιάζω, λόγοις, σε Αριστοφ. II. 1. θερμαίνω, ζεσταίνω, χωρίς να μαλακώνω, καῦμ' ἔθαλπε (ενν. ἡμᾶς), σε Σοφ.· — Παθ., θάλπεσθαι τοῦ θέρους, ζεσταίνομαι το καλοκαίρι, σε Ξεν.· μεταφορ. είμαι ζωντανός, σε Πίνδ. 2. ζεσταίνομαι στη φωτιά, στεγνώνω, σε Σοφ., Ευρ. III. 1. μεταφορ. λέγεται για το πάθος, ανάβω, φλέγομαι, «φουντώνω», σε Αισχύλ., Σοφ. 2. περιθάλπτω, παρηγορώ, περιποιούμαι, σε Θεόκρ.
θαλπωρή, , θερμότητα, ζεστασιά· μεταφορ. παρηγοριά, ελπίδα, παραμυθία, περίθαλψη, σε Όμηρ.