Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θάλπος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θάλπος, -εος, τό (θάλπω), 1. ζεστασιά, θερμότητα, ιδίως η καλοκαιρινή ζέστη, σε Αισχύλ.· θάλπος θεοῦ, η θερμότητα του ήλιου, σε Σοφ.· μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν, με τις ακτίνες του μεσημεριού (πρβλ. Λατ. soles), σε Αισχύλ.· 2. μεταφορ., κεντρί, σουβλιά, που προκαλείται από βέλος, σε Σοφ., Ανθ. Π.