Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θάλασσα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
θάλασσα[θᾰ], μεταγεν. Αττ. -ττα, , I. 1. θάλασσα, σε Όμηρ., κ.λπ.· όταν χρησιμοποιεί τη λέξη για μια συγκεκριμένη θάλασσα, εννοεί τη Μεσόγειο, αντίθ. προς το Ὤκεανός· ο Ηρόδ. αποκαλεί τη Μεσόγειο ἥδε ἡ θάλασσα· ομοίως, ἡ παρ' ἡμῖν θάλασσα, σε Πλάτ. κατὰ θάλασσαν, μέσω θάλασσας, αντίθ. προς το πεζῇ, μέσω στεριάς, σε Ηρόδ.· αντίθ. προς το κατὰ γῆς, σε Θουκ.· μεταφορ., κακῶν θάλασσα, πέλαγος γεμάτο συμφορές, σε Αισχύλ. 2. πηγάδι με αλμυρό νερό, το οποίο λέγεται ότι δημιουργήθηκε από χτύπημα της τρίαινας του Ποσειδώνα στην Ακρόπολη της Αθήνας, σε Ηρόδ.
θᾰλασσαῖος, , -ον, = θαλάσσιος, σε Πίνδ.