Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θάλαμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θάλᾰμος, , τα εσωτερικά δωμάτια ή η κρεβατοκάμαρα I. 1. γενικά, τα γυναικεία διαμερίσματα, το εσωτερικό τμήμα του σπιτιού, σε Όμηρ., Ηρόδ. 2. κάμαρα σε αυτό το τμήμα του σπιτιού· α) η κρεβατοκάμαρα, σε Ομήρ. Ιλ.· η νυφική κάμαρα, στο ίδ., Σοφ., κ.λπ. β) αποθήκη, κελάρι, σε Ξεν. γ) γενικά, δωμάτιο, κάμαρα, σε Ομήρ. Οδ. II. μεταφορ., ὁ παγκοίτας θάλαμος, λέγεται για το ταφικό μνημείο, σε Σοφ.· τυμβήρης θάλαμος, λέγεται για την κιβωτό της Δαναής, στον ίδ.· θάλαμοι ὑπὸ γῆς, τα βασίλεια του Άδη, σε Αισχύλ.· θάλαμος Ἀμφιτρίτης, λέγεται για τη θάλασσα, σε Σοφ.· ἀρνῶν θάλαμοι, οι μάνδρες τους ή οι στάνες τους, σε Ευρ., κ.λπ. III. το κατώτερο τμήμα του πλοίου, στο οποίο κάθονταν οι θαλαμῖται, το αμπάρι· IV. ναός, μυστικό ιερό, άδυτο, σε Ανθ. Π.