Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ζῷον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ζῷον (όπως εάν προερχόταν κατόπιν συναίρ. από το ζώϊον), τό (ζάω), I. έμψυχο, έμβιο ον, ζώσα ύπαρξη, ζωντανό πλάσμα, ζώο (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. II. στη ζωγραφική και στη γλυπτική, απείκασμα, είδωλο, ομοίωμα, όχι απαραίτητα κάποιου ζώου μονάχα, σε Ηρόδ.· κυρίως στον πληθ., ζῷα ἐς τὴν ἐσθῆτα ἐγγράφειν, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· ζῷα γράφεσθαι = ζωγραφεῖν, με δεύτερη αιτ., το πράγμα που απεικονίζεται· ζῷα γράψασθαι τὴν ζεῦξιν τοῦ Βοσπόρου, να ζωγραφίσει τη διάβαση του Βοσπόρου, σε Ηρόδ.