Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ζῆλος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ζῆλος, -ου, , έπειτα -εος, τό (πιθ. από το ρήμα ζέω) I. 1. συναγωνισμός με προθυμία, ενθουσιώδης άμιλλα, ένθερμη προσπάθεια μίμησης με σκοπό να μοιάσει κάποιος σε κάτι που θεωρείται πρότυπο, ευγενές πάθος για επικράτηση, αντίθ. προς το φθόνος (ζηλοτυπία), σε Πλάτ. κ.λπ.· αλλά, επίσης, ζηλοτυπία, σε Ησίοδ. 2. με γεν. προσ., προθυμία για μίμηση κάποιου προσώπου, σε Σοφ., Πλούτ. 3. με γεν. πράγμ., συναγωνισμός, άμιλλα που εκδηλώνεται για την απόκτηση κάποιου πράγματος, σε Ευρ.· ζῆλος πλούτου, σε Πλούτ. κ.λπ. II. Παθ., το αντικείμενο του συναγωνισμού ή το αντικείμενο του πόθου, ευτυχία, ευδαιμονία, τιμή, δόξα, σε Σοφ., Δημ. III. λέγεται για το ύφος λόγου, υπερβολή, επιτήδευση, φραστική ακρότητα, σε Πλούτ.· επίσης, αγριότητα, ορμητικότητα, βιαιότητα, σε Κ.Δ.
ζηλοσύνη, , ποιητ. αντί ζῆλος, σε Ομηρ. Ύμν.