Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ζώνη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ζώνη, (ζώννυμι), ζωνάρι, ζώνη (ό,τι και στη Ν.Ε.)· I. 1. κυρίως η ζώνη που φορούσαν οι γυναίκες χαμηλά στο σώμα τους, πάνω από τους γλουτούς (ενώ το στρόφιον, η ζώνη δηλαδή που φορούσαν στο πάνω μέρος του σώματός τους, φοριόταν κάτω από το στήθος), σε Όμηρ. 2. Φράσεις: λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην, χαλάρωσε την παρθενική της ζώνη, λέγεται για τον γαμπρό, σε Ομήρ. Οδ.Μέσ., λέγεται για τη νύφη, σε Ανθ.· χρησιμοποιείται για άνδρες που βρίσκονται σε πορεία, ζώνην λύεσθαι, χαλαρώνω τη ζώνη μου, δηλ. ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, καταλύω, σε Ηρόδ.· λέγεται για τις εγκυμονούσες γυναίκες, φέρειν ὑπὸ ζώνης, τρέφειν ἐντὸς ζώνης, σε Αισχύλ., Ευρ.· εἰς ζώνην δεδόσθαι, παροιμ. φράση, δίδομαι για τα έξοδα της ζώνης, λεγόταν για τις βασίλισσες της Ανατολής στις οποίες για τα μικροέξοδά τους δίδονταν πόλεις ολόκληρες, σε Ξεν. II. 1. ζώνη που φορούσαν οι άνδρες (στον Όμηρ. κοινώς καλείται ζωστήρ), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ. 2. τμήμα του σώματος γύρω από το οποίο περιδενόταν η ζώνη, η μέση, τα πλευρά, η οσφύς, σε Ομήρ. Ιλ.