Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ζωτικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ζωτικός, , -όν (ζάω), 1. αυτός που είναι γεμάτος από ζωή, ζωηρός, ακμαίος, Λατ. vivax, σε Πλάτ.· επίρρ., ζωτικῶς ἔχειν, αγαπώ τη ζωή, σε Πλούτ. 2. λέγεται για έργο τέχνης, πιστή απεικόνιση έμβιου όντος· τὸζωτικὸν φαίνεσθαι πῶς ἐνεργάζῃ τοῖς ἀνδριᾶσιν; πώς δίνεις στους ανδριάντες σου αυτήν την έκφραση ζωής; σε Ξεν.