LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ζωστήρ"
- ζωστήρ, -ῆρος, ὁ (ζώννυμι), 1. ζωνάρι· στην Ιλ. πάντοτε λέγεται για ζώνη πολεμιστή, η οποία περνούσε γύρω από τα πλευρά και ασφάλιζε το κάτω μέρος του θώρακος· στην Οδ., ζώνη με την οποία οι χοιροβοσκοί περιέβαλαν, έσφιγγαν τον χιτώνα στη μέση τους. 2. έπειτα = ζώνη, ζώνη που φορούσαν οι γυναίκες. 3. μεταφ., λέγεται για τη θάλασσα που περιβάλλει τη στεριά, σε Ανθ.