LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ζωροπότης"
- ζωρο-πότης, -ου, ὁ, αυτός που πίνει άκρατο οίνο, και, συνεκδοχικά μέθυσος, αυτός που δεν επιδεικνύει εγκράτεια κατά την οινοποσία, σε Ανθ.