Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ζωγραφέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ζωγρᾰφέω, μέλ. -ήσω, απεικονίζω ένα φυσικό αντικείμενο με εργαλείο τη γραφίδα, αναπαριστώ την ζωντανή πραγματικότητα, δηλ. ζωγραφίζω, σε Πλάτ.