LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ζωγράφος"
- ζω-γράφος, ὁ (ζωός, γράφω), αυτός που απεικονίζει με τη γραφίδα του ένα θέμα από τη ζωή ή από τη φύση, ζωγράφος (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.