LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ζωή"
- ζωή, Δωρ. ζωά, Ιων. ζόη, Δωρ. επίσης ζόα, Αιολ. ζοΐα, ἡ (ζάω)· 1. τα μέσα προς το ζην, δηλ. τα υπάρχοντα, η περιουσία κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.· τὴνζόην ποιεῖσθαι ἀπό ή ἔκ τινος, πορίζομαι τα προς το ζην από..., σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. ζωή (ό,τι και στη Ν.Ε.), ύπαρξη, υπόσταση, σε Τυρτ., Τραγ. κ.λπ. 3. τρόπος ζωής, σε Ηρόδ.