Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ζυγόν"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ζυγόν, τό και ζυγός, , (πρβλ. ζεύγνυμι), οτιδήποτε ενώνει ή συνδέει δύο σώματα· και συνεπώς, I. 1. ζυγός ή σταυροειδές ξύλο το οποίο προσδένεται μέσω του ζυγοδέσμου πάνω στον πάσσαλο που χρησιμοποιείται ως τιμόνι της άμαξας· είχε μάλιστα ζεύγλας (επιτραχήλιες θέσεις ή θηλιές) σε κάθε άκρο, μέσω των οποίων τα δύο ζεμένα άλογα, μουλάρια ή βόδια έσερναν την άμαξα ή το άροτρο, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., τὸ δούλιον ζυγόν, ο ζυγός της σκλαβιάς, σε Ηρόδ.· δουλείας, ἀνάγκης ζυγόν, σε Σοφ., Ευρ.· ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μή..., με αποτέλεσμα να αποτρέπει..., να προλαμβάνει..., να μη..., σε Ξεν. 2. ζευγάρι, σε Ευρ.· κατὰ ζυγά, σε ζεύγη, σε Θεόκρ. II. κάθετο ξύλο που ενώνει τα δύο κέρατα της φόρμιγγας (φόρμιγξ), πάνω στο οποίο δένονται και τεντώνονται οι χορδές της, σε Ομήρ. Ιλ. III. 1. στον πληθ., τα εγκάρσια εδώλια που ενώνουν τις απέναντι πλευρές του πλοίου ή της λέμβου, οι πάγκοι των πλοίων, Λατ. transtra, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· σπάνια στον ενικ., σε Σοφ.· μεταφ., τὸ πόλεος ζυγόν, σε Ευρ. 2. μεσαία σειρά των κωπηλατικών καθισμάτων σε μια τριήρη· μεταφ., οἱ ἐπὶ ζυγῷ δορὸς κρατοῦντες, αυτοί που βρίσκονται στην επάνω σειρά και κυβερνούν το πλοίο, σε Αισχύλ. IV. στρογγυλό κομμάτι ξύλου της ζυγαριάς, το οποίο τοποθετούνταν ως αντίβαρο στα προς ζύγιση αντικείμενα, σε Δημ.· η ίδια η ζυγαριά, ζύγι, σε Πλάτ. V. καρχασίου ζυγόν, κεραία που βρίσκεται στην κορυφή του ιστού στα πλοία, σε Πίνδ. VI. τάξη ή γραμμή στρατιωτών που έχουν παραταχθεί κατά πρόσωπο, αντίθ. προς τον στοίχο (την κατά βάθος παρατεταγμένη γραμμή των στρατιωτών), σε Θουκ.