Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ζημία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ζημία, Δωρ. ζᾱμία, , I. απώλεια, βλάβη, ζημιά (ό,τι και στη Ν.Ε.), Λατ. damnum, αντίθ. προς το κέρδος, σε Πλάτ. κ.λπ.· ζημίαν λαβεῖν, υφίσταμαι ζημία, απώλεια, βλάβη, σε Δημ. II. 1. χρηματικό πρόστιμο, χρηματική ποινή· ζημίην ἀποτίνειν, σε Ηρόδ.· ὀφείλειν, στον ίδ.· καταβάλλειν, σε Δημ.· ζημία ἐπίκειται στατήρ, επιβάλλεται χρηματικό πρόστιμο ύψους ενός στατήρα, σε Θουκ. 2. γενικά, ποινή· ζημία ἐπιτιθέναι τινί, σε Ηρόδ.· ζημία πρόσκειταί τινι, σε Ξεν.· θάνατον ζημίαν ἐπιτίθεσθαι, προτιθέναι, τάττειν, καθορίζω ως ποινή τον θάνατο, σε Θουκ. κ.λπ. III. φανερὰ ζᾱμία, καθαρή βλάβη, αληθινή απώλεια, σκέτη ζημιά, άνθρωπος τιποτένιος (φράση υβριστική ή χλευαστική), σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).