Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ζηλόω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ζηλόω (ζῆλος), μέλ. -ώσω, I. 1. με αιτ. προσ., φιλοτιμούμαι, προσπαθώ να μιμηθώ ή να μοιάσω με κάποιον, Λατ. aemulari, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· με αρνητική σημασία, ζηλεύω, φθονώ κάποιον, τρέφω ζηλότυπα αισθήματα για κάποιον, σε Ησίοδ., Θεόκρ.· απόλ., είμαι ζηλόφθονος, σε Κ.Δ. 2. θεωρώ ή αποκαλώ, ανακηρύσσω κάποιον ευτυχισμένο, μακαρίζω, επαινώ· ζηλόω τινά τινος, θαυμάζω κάποιον για κάτι, σε Σοφ., Αριστοφ.· ειρωνικά, ζηλῶ σε, «ευτυχισμένος είσαι μέσα στην άγνοιά σου!», σε Ευρ. II. 1. με αιτ. πράγμ., επιθυμώ κάτι διακαώς, παλεύω με ζήλο για να επιτύχω ή να αποκτήσω κάτι, σε Δημ.Παθ., σε Πλάτ. κ.λπ. 2. Παθ. επίσης, λέγεται για πρόσωπα, κατακυριεύομαι από το πάθος της ζηλοτυπίας, σε Κ.Δ.