Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ζηλωτής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ζηλωτής, -οῦ, , I. μιμητής, ένθερμος οπαδός ή θιασώτης ενός ανθρώπου ή μίας ιδέας, σε Πλάτ. κ.λπ. II. ζηλωτής, όρος που χρησιμοποιείται για να αποδώσει μεταφραστικά τους τύπους Κανανίτης ή Καναναῖος (από το Εβρ. gânâ, φλέγομαι από ενθουσιασμό ή από ζήλο), σε Κ.Δ.