Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ζηλοτυπέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ζηλοτῠπέω, μέλ. -ήσω, I. ζηλεύω κάποιον, τρέφω αισθήματα αντιζηλίας για κάποιον, συναγωνίζομαι ή αντιδικώ, με αιτ. προσ., σε Πλάτ. II. 1. με αιτ. πράγμ., αντιμετωπίζω κάτι με ζηλότυπο θυμό, σε Αισχίν. 2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι· κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν, στον ίδ.