Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ζεῦγος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ζεῦγος, -εος, τό (ζεύγνυμι), I. 1. ζευγάρι ζώων που χρησιμοποιούνται είτε για το όργωμα της γης είτε για να σύρουν άμαξα, ζευγάρι μουλαριών, βοδιών ή αλόγων, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. άμαξα που σύρεται από ένα ζευγάρι ζώων, άρμα, κάρο, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. ζευγάρι που αποτελείται από δύο οποιαδήποτε ομοειδή πράγματα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.