Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ζεῦγμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ζεῦγμα, -ατος, τό (ζεύγνυμι), 1. αυτό που χρησιμοποιείται για να συνενώνει ποικίλα αντικείμενα, σύνδεσμος· τὸζεῦγμα τοῦ λιμένος, φράγμα που σχηματίζουν τα πλοία που έχουν αγκυροβολήσει στο λιμάνι, όταν αγκυροβολούν σ' αυτό, σε Θουκ.· 2. γέφυρα που σχηματίζεται από πλοία, σε Ανθ.· αποβάθρα που αποτελείται από τη σύνδεση πολλών πλοίων μεταξύ τους, σε Πλούτ. 3. μεταφ., ζεύγματ' ἀνάγκης, τα δεσμά της ανάγκης, οι στενοχώριες που προκαλεί η ανάγκη, σε Ευρ.