Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ζεύγνυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ζεύγνῡμι ή -ύω, απαρ. -ύναι[ῠ], Επικ. ζευγνῦμεν, μτχ. ζευγνύς· γʹ πληθ. παρατ. ἐζεύγνῠσαν, Επικ. ζεύγν-, μέλ. ζεύξω, αόρ. αʹ ἔζευξαΠαθ., αόρ. αʹ ἐζεύχθην, αόρ. βʹ ἐζύγην [ῠ] (από √ΖΥΓ, όπως στο ζυγῆναι), I. 1. ζεύω, θέτω υπό ζυγό· ἵππους, σε Όμηρ. κ.λπ.· ζευγνύω ἵππους ὑφ' ἅρματα, ὑφ' ἅρμασιν, ὑπ' ὄχεσφιν, ὑπ' ἀμάξῃσιν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., ἵππους ζεύγνυσθαι, βάζω τα άλογά μου στο ζυγό, σε Όμηρ.· επίσης, λέγεται για άλογα ιππασίας, δαμάζω, ημερώνω, βάζω χαλινάρι, σελώνω· ζεῦξαι Πάγασον, σε Πίνδ.· επίσης, χρησιμ. για άρματα, ετοιμάζω, προπαρασκευάζω, στον ίδ., σε Ευρ. 2. δένω, συσφίγγω, στερεώνω, σε Ξεν.Παθ., φάρη ἐζευγμέναι, στάχυα που έχουν δεθεί σε δεμάτια, σε Ευρ. 3. μεταφ., πότμῳ ζυγείς, ο δεμένος με τη μοίρα του, αυτός που δε μπορεί να ξεφύγει από το πεπρωμένο του, σε Σοφ., Ευρ. II. 1. συνδέω, συνάπτω, ενώνω· σανίδες ἐζευγμέναι, σανίδες που είναι καλά συναρμοσμένες μεταξύ τους, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ενώνω με τα δεσμά του γάμου, σε Ευρ. — στη Μέσ., λέγεται για τον σύζυγο, νυμφεύομαι, στον ίδ.Παθ., είμαι παντρεμένος, σε Σοφ., Ευρ. 3. ενώνω αντικριστές όχθες με γέφυρες· τὸν Ἑλλήσποντον ζεῦξαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, γέφυραν ζεῦξαι, κατασκευάζω, συναρμόζω γέφυρα, στον ίδ. 4. περιδένω το κύτος των πλοίων με σχοινιά, σε Θουκ.