LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ζευγίτης"
- ζευγίτης[ῑ], -ου, ὁ, θηλ. ζευγῖτις, -ιδος (ζεῦγος), I. αυτός που έχει ζευχθεί σε δυάδες, ζευγαρωτός· λέγεται για στρατιώτες που βρίσκονται στην ίδια σειρά, σε Πλούτ. II. ζευγῖται, οἱ, η τρίτη τάξη από τις τέσσερις στις οποίες χώρισε ο Σόλωνας τους Αθηναίους πολίτες, η οποία αποκαλούνταν έτσι λόγω της δυνατότητας των μελών της να διατηρούν ένα ζεύγος βοδιών, παρά Δημ.· πρβλ. πεντακοσιομέδιμνοι.