Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ζειά"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ζειά, , κυρίως στον πληθ. ζειαί, είδος σιτηρού, αγριοσίταρο (πιθανόν σίκαλη ή βρώμη), χονδροαλεσμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται ως τροφή για άλογα, σε Ομήρ. Οδ.· όπως το ὀλύραι στην Ομήρ. Ιλ.· και ο Ηρόδ. βεβαιώνει εμφατικά την ταυτοσημία των δύο λέξεων (ζειαί - ὀλύραι).