LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ζαμενής"
- ζᾰ-μενής, -ές (μένος), ποιητ. επίθ., πολύ δυνατός, ισχυρός, ορμητικός, παράφορος, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.