Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ζήλωμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ζήλωμα, -ατος, τό, I. αυτό που επιδιώκεται με ζήλο, αυτό για την επίτευξη ή την απόκτηση του οποίου καταβάλλεται με προθυμία κάθε προσπάθεια· στον πληθ., μεγάλη επιτυχία, ευδαιμονία, σε Ευρ. II. στον πληθ. επίσης, προσπάθειες που καταβάλλονται με ζήλο, άμιλλες, συναγωνισμοί, σε Αισχίν., Δημ.