Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ζάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ζάω, ζῇς, ζῇ, ζῆτε, προστ. ζῆ, απαρ. ζῆν (τα αει και αε συναιρούνται σε ηευκτ. ζῴην, παρατ. ἔζων, μέλ. ζήσω ή ζήσομαι, αόρ. αʹ ἔζησα· Επικ. και Ιων. ενεστ. ζώω, Επικ. απαρ. ζωέμεναι, -έμεν, Επικ. παρατ. ἔζωον, Ιων. ζώεσκον, αόρ. αʹ ἔζωσα· μεταγεν., απαντάται τύπο ενεστ. ζόω, I. ζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐλέγχιστε ζωόντων, αχρειότατε εσύ ανάμεσα στους ανθρώπους που βρίσκονται στη ζωή, σε Ομήρ. Οδ.· ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· ῥεῖα ζώοντες, αυτοί που ζουν σε κατάσταση ευδαιμονίας, λέγεται για τους θεούς, στο ίδ.· ζῶν κατακαυθῆναι, καίγομαι ζωντανός (ως μέσο θανάτωσης), σε Ηρόδ.· επίσης, ζῆν ἀπό τινος, ζω με ή από κάτι, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ ζῆν = ζωή, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με μτβ. σημασία, ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης (= ἃ ἐν τῷ βίῳ ἔπραττες), από τις άλλες πράξεις της ζωής σου, σε Δημ. II. μεταφ., βρίσκομαι σε πλήρη δύναμη και ακμή, είμαι ισχυρός και σθεναρός· ἄτης θύελλαι ζῶσι, σε Αισχύλ.· ἀεὶ ζῇ ταῦτα (νόμιμα), σε Σοφ.· ζῶσα φλόξ, ζωντανή φωτιά, δηλ. φωτιά που καίει με δύναμη, σε Ευρ.