Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὕδω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὕδω, παρατ. ηὗδον, Επικ. εὕδον, Ιων. γʹ ενικ. εὕδεσκε· I. 1. πλαγιάζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., εὕδειν ὕπνον, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ., Θεόκρ.· επίσης, ὕπνῳ εὕδειν, σε Σοφ.· βραδὺς εὕδει, δηλ. αν ο ύπνος τον εμποδίζει, στον ίδ. 2. λέγεται για τον ύπνο του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. II. μεταφ., ηρεμώ, γαληνεύω, αναπαύομαι, ησυχάζω, λέγεται για τον αέρα, για τη θάλασσα κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· λέγεται για το μυαλό, είμαι ήσυχος, είμαι ευχαριστημένος, σε Πλάτ., Θεόκρ.