Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὔχαρις"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
εὔ-χᾰρις, ουδ. εὔχαρι, γεν. -ιτος· ευχάριστος, χαριτωμένος, θελκτικός, ελκυστικός, σαγηνευτικός, συναρπαστικός, κομψός, δημοφιλής, σε Ευρ., Πλάτ.· τὸ εὔχαρι, δημοτικότητα, αβροφροσύνη, λεπτοί τρόποι, κομψή συμπεριφορά, σε Ξεν.
εὐχᾰριστέω, μέλ. -ήσω, είμαι ευγνώμων, εκφράζω ευχαριστίες, σε Ψήφ. παρά Δημ.
εὐχᾰριστία, , 1. ευγνωμοσύνη, ευαρέσκεια, σε Ψήφ. παρά Δημ. 2. απονομή ευχαριστιών.
εὐ-χάριστος, -ον (χαρίζομαι), = εὔχαρις· I. ελκυστικός, σαγηνευτικός, συναρπαστικός, σε Ξεν.· λέγεται για πράγματα, αρεστός, συμπαθής, ευχάριστος, κομψός, χαριτωμένος, εκλεπτυσμένος, γλαφυρός, στον ίδ.· επίρρ., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, πεθαίνω ευτυχισμένος, σε Ηρόδ. II. ευγνώμων, Λατ. gratus, στον ίδ., σε Ξεν.