Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὔφορος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὔ-φορος, -ον (φέρω),· I. 1. αυτός που υποφέρεται με υπομονή, σε Πίνδ. 2. εύκολος στο να κρατηθεί ή να φορεθεί, ελαφρύς, ευκολομεταχείριστος, ψιλός, ὅπλα, σε Ξεν. 3. αυτός που εξαπλώνεται γρήγορα, λέγεται για ασθένειες, σε Λουκ. II. 1. Ενεργ., αυτός που υποφέρεται με ευχαρίστηση, λέγεται για το αεράκι, ευνοϊκός, ούριος, σε Ξεν. 2. λέγεται για το σώμα, ενεργητικός, ζωντανός, ρωμαλέος, δραστήριος, υγιής, στον ίδ. 3. ικανός να αντέξει, υπομονετικός, καρτερικός· επίρρ. εὐφόρως, σε Σοφ.