Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὔνοος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὔ-νοος, -ον, Αττ. συνηρ. εὔνους, -ουν, γεν. πληθ. εὐνόων· αυτός που διάκειται ευνοϊκά, ευμενής, αγαθός, φιλικός, σε Ηρόδ., Αττ.· τινι, σε κάποιον, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ ἐμοὶ εὔνοι, οι αληθινοί φίλοι μου, οι οπαδοί μου, σε Ξεν.· τὸ εὔνουν = εὔνοια, σε Σοφ. κ.λπ.· συγκρ., εὐνούστερος, στον ίδ.· Ιων. εὐνοέστερος, σε Ηρόδ.· υπερθ., εὐνούστατος, σε Αριστοφ.