Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὔζωνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὔ-ζωνος, Επικ. ἐΰζ-, -ον (ζώνη),· 1. καλοζωσμένος, λέγεται για γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για άνδρες, ζωσμένος για άσκηση, ντυμένος για περπάτημα, πορεία, δραστήριος, ενεργητικός, το alte praecinctus του Ορατ., σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για ελαφρά οπλισμένα στρατιωτικά σώματα, μη φορτωμένος, «ψιλός», Λατ. expeditus, σε Ξεν. 3. μεταφ., ευβάστακτος, πενία, σε Πλούτ.