LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εὔελπις"
- εὔ-ελπις, ὁ, ἡ, ουδ. εὔελπι, αυτός που έχει καλή ελπίδα, ελπιδοφόρος, ενθαρρυντικός, αισιόδοξος, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· με απαρ. μέλ., εὔελπις ἰσχύσειν, σε Αισχύλ.· εὔελπις σωθήσεσθαι, αισιοδοξώντας ότι θα σωθούν, σε Θουκ.