Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὑρίσκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὑρίσκω, παρατ. ηὕρισκον ή εὕρ-, μέλ. εὑρήσω, αόρ. βʹ εὗρον ή ηὗρον, Επικ. απαρ. εὑρέμεναι· παρακ. εὕρηκαΜέσ., μέλ. εὑρήσομαι, αόρ. βʹ εὑρόμην ή Αττ. ηὑρ-· αόρ. αʹ εὑράμηνΠαθ., μέλ. εὑρεθήσομαι· επίσης Μέσ. (με Παθ. σημασία) εὑρήσομαι· αόρ. αʹ εὑρέθην, παρακ. ηὕρημαι ή εὕρ-· I. 1. βρίσκω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με μτχ., βρίσκω ότι, σε Ηρόδ.· και σε Παθ., ἢν εὑρεθῇς δίκαιος ὤν, σε Σοφ. 2. με απαρ., εὕρισκε πρῆγμά οἱ εἶναι, βρήκε ότι εκείνο που έπρεπε να γίνει γι' αυτόν ήταν, σε Ηρόδ. II. ανευρίσκω, ανακαλύπτω, σε Όμηρ. κ.λπ.· πρβλ. εὕρημα II· ομοίως, σε Μέσ., βρίσκω για λογαριασμό μου, σε Ομήρ. Οδ. III. εφευρίσκω, σκαρώνω, σχεδιάζω, επινοώ, μηχανεύομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.Μέσ., τὰ δ' ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται, τα έργα γίνονται λόγια, δηλ. μιλούν από μόνα τους, σε Σοφ. IV. βρίσκω, παίρνω, αποκτώ, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.Μέσ., βρίσκω, παίρνω για τον εαυτό μου, επιφέρω στον εαυτό μου, κακὸν εὕρετο, σε Ομήρ. Οδ.· αὐτὸς εὑρόμην πόνους, σε Αισχύλ. V. λέγεται για εμπορεύματα, βρίσκω αγοραστή, πιάνω καλή τιμή, κερδίζω, πολλὸν χρυσίον εὑροῦσα, έχοντας πιάσει καλή τιμή, σε Ηρόδ.· ἀποδίδοται τοῦ εὑρόντος, πουλάει σε ό,τι τιμή θα πιάσει, σε τυχαία τιμή, σε Ξεν.