Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐτελής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐ-τελής, -ές (τέλος),· I. 1. αυτός που πληρώνεται εύκολα, φθηνός, πάμφθηνος, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· εὐτελέστερα δὲ τὰ δεινά, ο κίνδυνος θα ήταν μικρότερης σημασίας, σε Θουκ.· επίρρ. -λῶς, σε φθηνή τιμή, σε Ξεν. 2. μέτριος, χαμηλός, άθλιος (φτωχικός), ασήμαντος, τιποτένιος, κακομοίρης, ανάξιος, σε Αισχύλ.· εὐτελεστέρα ἄσκησις, ασήμαντη, τιποτένια, αυτή που δεν απαιτεί πολύ κόπο, σε Ξεν. II. οικονόμος, φειδωλός, ολιγοδάπανος, λιτός, στον ίδ.