Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐσεβής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐ-σεβής, -ές (σέβω), Λατ. pius· I. ευλαβής, θρήσκος, θεοσεβής, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· εὐσεβὴς χεῖρα, δίκαιος στην πράξη, στα έργα, σε Αισχύλ. II. λέγεται για πράξεις, πράγματα κ.λπ., άγιος, καθαγιασμένος, ιερός, θρησκευτικός, στον ίδ., σε Ευρ.· εὐσεβές (ἐστι), με απαρ., σε Ανθ.· ομοίως και, ἐν εὐσεβεῖ (ἐστι), σε Ευρ.· τὸ εὐσ. = εὐσέβεια, σε Σοφ. κ.λπ. III. επίρρ. εὐσεβέως, Αττ. -βῶς, σε Πίνδ. κ.λπ.· εὐσεβῶς ἔχει αντί εὐσεβές ἐστι, σε Σοφ.· συγκρ. -έστερον, σε Ξεν.· υπερθ. -έστατα, σε Ισοκρ.