Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐσέβεια"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐσέβεια, ποιητ. εὐσεβία, , 1. σεβασμός απέναντι στους θεούς, θεοσέβεια, θρησκευτική πίστη, ευλάβεια, σε Τραγ.· εὐσ.Ζηνός, απέναντι σ' αυτόν, σε Σοφ.· πρὸς εὐσέβειαν = εὐσεβῶς, στον ίδ.· επίσης, όπως το Λατ. pietas, σεβασμός προς τους γονείς, σε Πλάτ. 2. τιμή, διάκριση ή φήμη λόγο ευσέβειας, σε Σοφ.