Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐρώς"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
εὐρώς, -ῶτος, , σήψη, μούχλα, φθορά, αποσύνθεση, σάπισμα, Λατ. situs, squalor, σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.
εὐρωστία, , καλή κατάσταση του σώματος, δύναμη, ισχύ, σε Πλούτ.
εὔ-ρωστος, -ον (ῥώννυμι), υγιής, ρωμαλέος, γερός, δυνατός, ισχυρός, σε Ξεν.· επίρρ. -τως, στον ίδ.