Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐρύς"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
εὐρύς, εὐρεῖα, εὐρύ, Ιων. θηλ. εὐρέα· γεν. εὐρέος, -είας, -έος· αιτ. ενικ. εὐρύν και εὐρέᾰ· I. 1. πλατύς, φαρδύς, εκτεταμένος, ευρύχωρος, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. αυτός που φθάνει σε μεγάλη απόσταση, αυτός που απλώνεται σε μεγάλη απόσταση, μέγας, κλέος εὐρύ, σε Ομήρ. Οδ.· ἐλπίδες, σε Ανθ. II. ως επίρρ., χρησιμ. κυρίως το ουδ. εὐρύ, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
εὐρυ-σάκης[ᾰ], -ες (σάκος), αυτός που έχει πλατειά ασπίδα, επίθ. του γιου του Αίαντα, σε Σοφ.
εὐρύ-σορος, -ον, αυτός που έχει μεγάλο νεκροκρέβατο ή τάφο, ευρύχωρο μνήμα, σε Ανθ.
εὐρύ-στερνος, -ον (στέρνον), αυτός που έχει φαρδύ στέρνο, πλατύστερνος, σε Ησίοδ.
εὐρύ-στομος, -ον (στόμα), αυτός που έχει μεγάλο στόμα ή στόμιο, σε Ξεν. κ.λπ.