Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐρύαλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐρύ-ᾰλος, -ον (ἅλως), αυτός που έχει πλατύ, φαρδύ αλώνι· γενικά, αχανής, απέραντος, εκτεταμένος, σε Ανθ.