Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐπροσήγορος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐ-προσήγορος, -ον, ομιλητικός, δηλ. καταδεκτικός, προσηνής, φιλοφρονητικός, αβρός, ευγενικός, περιποιητικός, σε Ευρ.· οὐκ εὐπρ. ἆται, δυστυχίες οι οποίες αποτρέπουν τους ανθρώπους απ' το να μου απευθύνονται, στον ίδ.