Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐπατρίδης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐ-πᾰτρίδης, -ου, Δωρ. -δας, , (πατήρ), I. αυτός που κατάγεται από καλό ή ευγενή πατέρα, από ευγενική οικογένεια, λέγεται για πρόσωπα, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· εὐπατρίδαι οἶκοι, σε Ευρ. II. 1. στην Αθήνα, στα αρχ. χρόνια, οι εὐπατρίδαι αποτελούν την πρώτη τάξη (οι Ευγενείς), οι γεωμόροι την δεύτερη, οι δημιουργοί την τρίτη, σε Ξεν. 2. στην Ρώμη, οι Πατρίκιοι, στον ίδ.