Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐνή"

Βρέθηκαν 8 λήμματα [1 - 8]
εὐνή, , Επικ. γεν. ενικ. και πληθ. εὐνῆφι, -φιν· I. 1. κρεβάτι, κλίνη, κοίτη, σε Όμηρ.· εὐνῆς ἐπιβήμεναι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξ εὐνῆς ἀναστᾶσα, στο ίδ. κ.λπ. 2. στρώμα, αντίθ. προς το λέχος (το πλαίσιο του κρεβατιού), σε Ομήρ. Οδ. 3. εὐναὶ Νυμφάων, η κατοικία τους, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ζώα, φωλιά ελαφιού, σε Όμηρ.· φωλιά λαγού, σε Ξεν.· φωλιά πουλιού, σε Σοφ. 4. νυφικό κρεβάτι, νυφική, συζυγική κλίνη, σε Όμηρ. κ.λπ. 5. το τελευταίο κρεβάτι κάποιου, ο τάφος, σε Αισχύλ., Σοφ. II. πληθ., εὐναί, πέτρες που χρησίμευαν ως άγκυρες στα Ομηρ. χρόνια και στα χρόνια του Ησιόδ.· ρίχνονταν απ' την πλώρη κατά τη διάρκεια που η πρύμνη προσδενόταν στην ξηρά, ἐκ δ' εὐνὰς ἔβαλον κατὰ δεν πρυμνήσι' ἔδησαν, σε Όμηρ.
εὐνῆθεν, επίρρ., από το κρεβάτι, σε Ομήρ. Οδ.
εὐνηθῆναι, απαρ. Παθ. αορ. αʹ του εὐνάω.
εὔνημα, -ατος, τό (εὐνάω), γάμος, συζυγία, σε Ευρ.
εὐνητήρ, Δωρ. -ᾱτήρ, -ῆρος, (εὐνάω), ομόκλινος, ομόκοιτος, σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, σε Αισχύλ.· Δωρ. θηλ., εὐνάτειρα, θεοῦ μὲν εὐν., σύντροφος στο κρεβάτι του, στον ίδ.· εὐν. Διὸς λεχέων, στον ίδ.
εὐνήτης, -ου, , = το προηγ., σε Ευρ.· θηλ. εὐνήτρια, σε Σοφ.
εὐνήτωρ, Δωρ. -άτωρ, -ορος, , = εὐνητήρ, σε Αισχύλ., Ευρ.
εὐνῆφι, -φιν, Επικ. γεν. ενικ. και πληθ. του εὐνή.