LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εὐνάζω"
- εὐνάζω, μέλ. -άσω [ᾰ], αόρ. αʹ ηὔνᾰσα ή εὔνασα — Παθ., αόρ. αʹ ηὐνάσθην ή εὐν-, Επικ. γʹ πληθ. εὔνασθεν (εὐνή)· I. 1. τοποθετώ κάποιον κάπου χάριν ενέδρας, σε Ομήρ. Οδ. 2. βάζω κάποιον να κοιμηθεί· λέγεται για ζώα, τοποθετώ τα νεογνά στη φωλιά, σε Ξεν.· μεταφ., λέγεται για τον θάνατο, αποκοιμίζω, καταβάλλω, σε Σοφ. — Παθ., πηγαίνω για ύπνο, πλαγιάζω, κοιμάμαι, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· λέγεται για πτηνά, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πόνο, εὐνασθέντος κακοῦ, σε Σοφ. II. αμτβ., όπως το Παθ., κοιμάμαι, στον ίδ.