LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εὐλογία"
- εὐλογία, ἡ, I. καλή γλώσσα ή καλολογία, καλλιέπεια, σε Πλάτ.· ορθός λόγος, αληθοφανής λόγος, σε Κ.Δ. II. ευλογία, εγκώμιο, σε Πίνδ.· ευλογία (ως ενέργεια, πράξη) ή ευλογία (ως αποτέλεσμα), στον ίδ.· λέγεται για την ελεημοσύνη που πραγματοποιείται για την ενίσχυση των φτωχών, στον ίδ.