Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐλαβής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐ-λᾰβής, -ές (λαβεῖν),· I. 1. αυτός που κρατά καλά, αυτός που βαστά γερά· έπειτα, μεταφ., αυτός που αναλαμβάνει κάτι με σύνεση, με προφύλαξη, διακριτικός, προσεκτικός, σε Πλάτ. 2. με αρνητική σημασία, υπερβολικά προσεκτικός, επιφυλακτικός, δειλός, σε Πλούτ.· επίρρ. εὐλαβῶς, συγκρ. -εστέρως, σε Ευρ. 3. γεμάτος σεβασμό, ταπεινός, ευσεβής, ευλαβής, θεοφοβούμενος, θρήσκος, σε Κ.Δ. II. Παθ., εύληπτος, ευκολόπιαστος, σε Λουκ.