Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐλαβέομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐλᾰβέομαι, παρατ. ηὐλαβούμην, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ηὐλαβήθην ή εὐλ-· I. συμπεριφέρομαι όπως ένας εὐλαβής, προσέχω, είμαι διακριτικός, προσεκτικός, προσέχω, προφυλάσσομαι, φυλάγομαι, Λατ. cavere, ακολουθ. από μή ή ὅπως μή, με υποτ., σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· απόλ., εὐλαβήθητι, σε Σοφ.· μηδὲν εὐλαβηθέντα, χωρίς καμία συστολή, χωρίς επιφύλαξη, σε Δημ. II. 1. με αιτ., έχω την φροντίδα ενός πράγματος, φυλάγομαι από, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ. 2. σέβομαι, τιμώ, στον ίδ. 3. αναμένω, περιμένω ήσυχα, σε Ευρ.