Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐθύς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
εὐθύς, -εῖα, ,
Α. 1.
Ιων. και Επικ. ἰθύς, ευθύς, ίσιος, είτε καθέτως, είτε οριζοντίως, σε Θουκ. κ.λπ.· εὐθείᾳ (ενν. ὁδῷ), μέσω της ευθείας οδού, όχι πλαγίως, σε Πλάτ.· ομοίως και, τὴν εὐθεῖαν, σε Ευρ. 2. με ηθική σημασία, ευθέως, ανοιχτά, φανερά, ειλικρινά, δίκαια, σε Τυρτ., Αισχύλ. κ.λπ.· ἀπὸ τοῦ εὐθέος, ἐκ τοῦ εὐθέος, φανερά, ανοιχτά, ανεπιφύλακτα, σε Θουκ. Β. ως επίρρ., εὐθύς και εὐθύ, το πρώτο κυρίως λέγεται για χρόνο, το δεύτερο για τόπο· I.εὐθύ, λέγεται για τόπο, κατευθείαν, εὐθὺ Πύλονδε, κατευθείαν στην Πύλο, σε Ομηρ. Ύμν.· εὐθὺ πρὸς τὰ λέχη, σε Σοφ.· εὐθὺ ἐπὶ Βαβυλῶνος, κατευθείαν προς τη Βαβυλώνα, σε Ξεν.· ομοίως με γεν., εὐθὺ Πελλήνης, σε Αριστοφ. κ.λπ. II.εὐθύς: 1. λέγεται για χρόνο, ευθύς αμέσως, πάραυτα, παρευθύς, αυτοστιγμεί, σε Αισχύλ. κ.λπ.· εὐθὺς ἐκ παιδίου, σε Ξεν.· με μτχ., εὐθὺς νέοι ὄντες, σε Θουκ.· τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου, αμέσως στην αρχή του καλοκαιριού, στον ίδ. 2. σπανίως, όπως το εὐθύ, λέγεται για τόπο, ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐθύς, κατευθείαν πάνω από την πόλη, στον ίδ.· τὴνεὐθὺς Ἄργους ὁδόν, η οδός που οδηγεί κατευθείαν στο Άργος, σε Ευρ. 3. λέγεται για τρόπο, απευθείας, απλά, σε Πλάτ. Γ.ευθέως, επίρρ. χρησιμ. ακριβώς όπως το επίθ. εὐθύς, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐπεὶ εὐθέως, ευθύς, αμέσως, μόλις, σε Ξεν.
εὐ-θύσᾰνος[ῠ], -ον, αυτός που έχει καλές πτυχώσεις, όμορφα κρόσσια, σε Ανθ.