Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐθύνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐθύνω[ῡ], παρατ. ηὔθυνον, μέλ. -ῠνῶ (εὐθύς)· όπως το Ομηρικό ἰθύνω· I. 1. οδηγώ κατ' ευθείαν, διευθύνω, διοικώ, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· εὐθ. δόρυ, διευθύνω το πλοίο σε ευθεία γραμμή, σε Ευρ.· εὐθ.πλάταν, στον ίδ.· εὐθ. χερσί, τον κουμαντάρω, τον χειρίζομαι ή τον καθοδηγώ, σε Σοφ. 2. μεταφ., διοικώ, κυβερνώ, σε Τραγ. II. κάνω κάτι ευθύ ή το βάζω σε ευθεία γραμμή, σε Πλάτ.· εὐθ. δίκας σκολιάς, παρουσιάζω στρεβλές αποφάσεις ως δίκαιες, σε Σόλωνα. III. 1. στην Αθήνα, ακούω την απόδοση λογαριασμών (πρβλ. εὐθύνα), λέγεται για έναν άρχοντα, τον καλώ να λογοδοτήσει, σε Πλάτ. 2. με γεν., καλώ κάποιον να δώσει λογαριασμό για ένα παράπτωμα, εὐθ. τινὰ κλοπῆς, σε Πλούτ.Παθ., τῶν ἀδικημάτων εὐθύνθη, σε Θουκ.