Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐθυμέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐθῡμέω, μέλ. -ήσω (εὔθυμοςI. βρίσκομαι σε κέφι, σε Ευρ., Ανθ.· είμαι ευμενής, ελεήμων, μεγαλόψυχος, σε Θεόκρ. II. μτβ., κάνω κάποιον να ευθυμήσει, ευθυμώ, τέρπω, τινά, σε Αισχύλ.Παθ., είμαι κεφάτος, είμαι σε καλή διάθεση, είμαι εύθυμος, σε Ξεν.