LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εὐερκής"
- εὐ-ερκής, -ές (ἕρκος),· I. αυτός που έχει καλή περίφραξη, καλοτοιχισμένος, οχυρός, σε Όμηρ., Αισχύλ. II. Ενεργ., αυτός που περιφράσσει καλά, αυτός που είναι καλά κλεισμένος, λέγεται για πόρτες, σε Ομήρ. Οδ.